- ἔγκοτος
- ἔγκοτοςbearing a grudgemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγκοτος — ἔγκοτος, ον (Α) 1. οργισμένος, θυμωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτος οργή, μίσος … Dictionary of Greek
ἐγκότως — ἔγκοτος bearing a grudge adverbial ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκοτον — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc sg ἔγκοτος bearing a grudge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκότους — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκότῳ — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκοτοι — ἔγκοτος bearing a grudge masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek